- σκηνογραφώ
- σκηνογράφησα, κάνω τα σκηνικά κάποιου έργου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκηνογραφώ — σκηνογραφῶ, έω, ΝΑ [σκηνογράφος] φιλοτεχνώ τη σκηνογραφία (αρχ) 1. παριστάνω κάτι με τρόπο θεατρικό 2. (κατ επέκτ.) εξογκώνω («ἢ σύμπαντα ταῡτα ἐσκηνογράφησεν», Ηλιόδ.) … Dictionary of Greek